Οι στρατηγοί είπαν μόλις εμφανιστεί ο εχθρός, γιατί θα εμφανιστεί,  να επιτεθεί πάραυτα  το πρώτο και το δεύτερο σμήνος και να του κάνουν τον κώλο ροδάκινο. Άλλοι είπαν να νοθεύσουν το μέλι με κάτι χόρτα και να πάει τον εχθρό τσιρλιπιτιμ. Να τρέχει και να μην φτάνει. Τότε έλαβε το λόγο η βασίλισσα, έβηξε δύο φορές για να δώσει ένα σοβαρό τόνο στην κουβέντα της και είπε: «Δεν είναι παρά ένα παιδί. Εμείς όλοι που ήμασταν κάποτε παιδιά κάτι πρέπει να θυμόμαστε  από τις σκανταλιές που κάναμε. Προτείνω να του δώσουμε μία ευκαιρία. Να πάμε να το πούμε στη μαμά του». Στο μπαμπά του να το πούμε, είπε ένας σύμβουλος, που φημιζόταν για την αυστηρότητά του. Όχι στο μπαμπά του γιατί πρώτα θα τον ξυλίσει κι ύστερα θα συζητήσει μαζί του, αντέτεινε η βασίλισσα.

Την άλλη μέρα το πρωί η μαμά αρκούδα έπλενε τα ρούχα του κανακάρη της στο ποτάμι. Είχε πάρει μαζί της στάχτη από το τζάκι κι έναν κόπανο και τα κοπάνιζε να καθαρίσουν. Τότε είδε μία μέλισσα που τριγύριζε το αυτί της. Στην αρχή έκανε να τη διώξει μα η μέλισσα ήταν πολύ επίμονη. Στο τέλος κάθισε στ’ αυτί της, έβγαλε ένα τηλεβόα και της μιλούσε. Όσο μιλούσε η βασίλισσα η μαμά αρκούδα κατέβαζε το κεφάλι ντροπιασμένη. Στο τέλος ευχαρίστησε τη βασίλισσα, της ζήτησε συγνώμη και υποσχέθηκε ότι θα λύσει το πρόβλημα. Στο δρόμο της επιστροφής από τα νεύρα της έτριζαν τα δόντια της σαν καστανιέτες. Έκοψε  μάλιστα κι ένα κλαρί από ένα δέντρο και το κουνούσε απειλητικά. Μέχρι όμως να φτάσει στο σπίτι μετάνιωσε και το πέταξε. Είναι μάνα και αυτό τα λέει όλα.

Μόλις είδα τη μαμά κατάλαβα ότι κάτι τρέχει. Στην αρχή  μου μιλούσε νευριασμένα, μου εξήγησε πόσο άσχημο ήταν αυτό που έκανα, πως θα έμεναν χωρίς φαγητό το χειμώνα που θα ερχόταν εκατοντάδες μέλισσες, πως πρέπει τέλος σε ότι κάνουμε να σκεφτόμαστε εκείνους που μπορεί να βλάψουμε με τις πράξεις μας. Στενοχωρήθηκα πολύ κι ήμουνα έτοιμος να κλάψω. Η μαμά το κατάλαβε και με παρηγόρησε. «Έλα μη στενοχωριέσαι, μου είπε, διορθώνεται το κακό, να δούμε μόνο πως θα το πούμε και του πατέρα σου». Η αλήθεια είναι ότι τον φοβόμουν το μπαμπά, κι εκείνο που με στενοχωρούσε περισσότερο κι από το ξύλο που θα έτρωγα ήταν τα νέα επεισόδια στο πρωινό κήρυγμα.

Όταν ήρθε ο μπαμπάς το βράδυ η μαμά του έβαλε να φάει και του διηγήθηκε ένα αστείο επεισόδιο με το γείτονά μας τον Κο Φουντούλη. Είχε ανέβει στη σκάλα να κόψει κάτι ροδάκινα, έσπασε όμως το πρώτο σκαλί στο οποίο πατούσε και ο Κος Φουντούλης μέτρησε όλα τα υπόλοιπα με το πηγούνι του. Ο μπαμπάς γέλασε πολύ μ’ αυτή την ιστορία γιατί δε χώνευε και πολύ το γείτονά μας. Ύστερα τον πήρε παράμερα και μιλούσαν για ώρα. Σαν τελείωσαν ο μπαμπάς ήρθε στο σαλόνι. Εγώ είχα σκύψει το  κεφάλι, είχα σταυρώσει τα χέρια και είχα πάρει το ύφος που είχα όταν έφαγα όλο το βάζο με το γλυκό. Όχι! Όχι! όταν είχα φάει όλο το βάζο με το γλυκό και είχα σπάσει και το βαζάκι αποπάνω. Είχα καταλάβει τότε ότι αυτό το ύφος του αμίλητου μεταμελημένου διορθώνει κάπως τα πράγματα. Μία φορά που προσπάθησα να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα είχα φάει ήδη ένα φούσκο πριν προλάβω να αρθρώσω τη δεύτερη συλλαβή. Ο μπαμπάς συνέχισε να μιλά. Ήταν ιδιαίτερα αυστηρός. Στο τέλος όμως μαλάκωσε λίγο. Την τελευταία κουβέντα πάντα τη λέει ο μπαμπάς, αλλά πάνω εκεί του λέει κάτι σιγανά η μαμά στο αυτί και ύστερα ο μπαμπάς το λέει με τη δικιά του τη φωνή.

Την άλλη μέρα το πρωί περίμενε μία έκπληξη τους κατοίκους της κυψέλης. Τρεις αρκούδοι φορώντας τα καλά τους, με τις τιράντες τους, στέκονταν μπροστά τους. Η μαμά κρατούσε ένα μπουκέτο λουλούδια, εγώ κρατούσα τρία μεγάλα βάζα μέλι και ο μπαμπάς δεν κρατούσε τίποτα. Η μαμά τους πρόσφερε τα λουλούδια, εγώ τα βάζα με το μέλι μαζί με μία συγνώμη και ο μπαμπάς έβγαλε ένα λόγο.

Τώρα, όσο είναι καλοκαίρι ακόμα, πηγαίνω κάθε μέρα μαζί με το μπαμπά στη δουλειά, πρέπει λέει να πληρώσω τα σπασμένα, αγοράζω μέλι με τα δικά μου λεφτά, μου φαίνεται μάλιστα ότι είναι και πιο νόστιμο. Πάντως η βασίλισσα με φωνάζει κάθε φορά που έχουν καινούρια εσοδεία μελιού στην κυψέλη και το δοκιμάζω γιατί έχω λέει μεγάλη πείρα..

Σταύρος Παπασηφάκης

Κατασκευή Ιστοσελίδας : Γιουρούκος Βλάσσης
Αναπληρωτής Μειωμένου Ωραρίου (ΠΕ19)