Ένα παραμύθι γεννιέται...

Η γέννηση ενός παραμυθιού

Ερχότανε Χριστούγεννα. Τότε ήτανε η παντοκρατορία της EL GRECO στα παιχνίδια. Όλη τη μέρα τα παιδιά καθότανε μπροστά στο χαζοκούτι,  βλέπανε  τις διαφημίσεις κι ύστερα βάζανε τις μανάδες τους στα δυο στενά.  «Μάνα, θα μου το πάρεις, ε»; Τότε είδε κι ο ανιψιός μου ο Δημητράκης τη διαφήμιση του Παρλαπίπη. Ήτανε ένας ψωμωμένος κοκκινοτρίχης αρκούδος με φουσκωμένα μάγουλα, κόκκινη μπλούζα, κοντό παντελονάκι και παπούτσια σπορτέξ. Στην πλάτη του είχε ένα μαγνητοφωνάκι και επαναλάμβανε ότι έλεγες.  «Αυτό θείε θέλω να μου πάρεις την Πρωτοχρονιά», μου σφεντόνισε στ’ αυτί ο μικρός. Εκείνη τη χρονιά όμως -αλλά και άλλες τινές- τα οικονομικά μου ήταν ναυάγιο χειρότερο απ’ του Τιτανικού. Έτσι έπρεπε να βρω κάτι και το μικρό να ξεγελάσω και το γόητρο του θείου να περισώσω. Από τη δύσκολη θέση με έβγαλε ένα παραμύθι. Ένα από κείνα τα βράδια που ο μικρός απαίτησε παραμύθι και το μυαλό μου ήταν αδειανό σαν την τσέπη μου, γεννήθηκε ο μουγκός Παρλαπίπης. Ποια ήταν η δακρύβρεχτη ιστορία του: Στη γραμμή παραγωγής  του παιχνιδιού τα κορίτσια, απορροφημένα στο καθημερινό κους κους, ξέχασαν να βάλουν σε ένα το μαγνητοφωνάκι στην πλάτη. Το αρκουδάκι ακολούθησε όλα τα άλλα και βρέθηκε να ατενίζει τα παιδιά-αγοραστές πάνω από ένα ράφι ενός μεγάλου καταστήματος παιχνιδιών. Κάθε φορά όμως που ένα παιδί το έπαιρνε αγκαλιά και πήγαινε στο δοκιμαστήριο για να του βάλουν μπαταρίες το αρκουδάκι δε μιλούσε και μοιραία, ως ελαττωματικό, έπαιρνε λυπημένο το δρόμο του γυρισμού. Μέχρι το βράδυ πουλούσαν όλα τα αρκουδάκια, έτσι, όταν έσβηναν τα φώτα, ο φίλος μας απόμενε μόνος στο ράφι λαχταρώντας μια παιδική αγκαλιά και άλλο δεν του έμενε παρά να κλαίει. Την άλλη μέρα οι υπάλληλοι δε μπορούσαν να καταλάβουν πως βρισκόταν μουσκεμένο το πάτωμα. Ο προϊστάμενος μάλιστα έφαγε ένα πρωί μία τούμπα που μέτρησε το μήκος όλου του διαδρόμου. Κάθε μέρα όμως είναι μια καινούρια μέρα και ο Παρλαπίπης ελπίζει ότι κάποιο παιδάκι θα τον αγαπήσει και θα τον πάρει. Και σαν δε μιλούσε τι μ’ αυτό, λέγανε τόσα τα ματάκια του κι η αγκαλίτσα του ήταν τόσο σφιχτή που σου έκοβε την ανάσα….΄

Σαν τελείωσα το παραμύθι και γύρισα τα μάτια προς το μικρό, είδα τα δικά του βουρκωμένα. Έλαμπαν μέσα στη νύχτα, ενώ στην άκρη τρεμόπαιζαν αναποφάσιστα δύο δάκρυα, όπως δυο δροσοσταλίδες που τραμπαλίζουνε στο ύστερο φύλλο, πριν πλαταγίσουνε στο χώμα. Μου απαίτησε δε να τον βρω και να του τον φέρω. Να μην τα πολυλογώ αυτό το αρκουδάκι έγινε το πιο αγαπημένο του παιχνίδι.

Στα χρόνια που ακολούθησαν το παραμύθι μισοξεχάστηκε. Το θυμήθηκα όταν χρειάστηκε να ξαναπώ παραμύθια στην ανιψιά και κόρη μου. Εκεί το μαστόρεψα περισσότερο, το αγκάλιασα με κείνη την αγάπη που δείχνει κανείς σε ένα δημιούργημα της καρδιάς ή των χειρών του. Ο δε μουγκός Παρλαπίπης κάθεται ακόμα και σήμερα σε ένα ράφι στο δωμάτιο του ανιψιού μου, με τα πόδια κρεμασμένα και με κείνη τη μακαριότητα που έχει στην όψη όποιος έστω και για μια φορά στη ζωή του έχει χωθεί, έχει χαθεί σε μια παιδική αγκαλιά.

 

Σ.Π.Παπασηφάκης