Παραμύθι "Πάντυ"

Εκείνη τη μέρα τριγύριζα από το πρωί στο δάσος. Έφαγα πρώτα το πρωινό μου, φράουλες με μέλι που είχε ετοιμάσει η μαμά, η μαμά είναι πολύ καλή μαγείρισσα, εκεί που νομίζεις ότι έχεις δοκιμάσει όλες τις λιχουδιές της ξαφνικά σου ξεφουρνίζει κάτι καινούριο πιο νόστιμο από τ’ άλλα. Ύστερα άκουσα τις πρωινές συμβουλές του μπαμπά. Ο μπαμπάς αρκούδος το’ χει συνήθειο να κάνει ένα κήρυγμα κάθε πρωί πριν φύγει για τη δουλειά. Μιλά κουνώντας το δάχτυλο και κοιτά πότε -πότε και τη μαμά γιατί θεωρεί ότι δεν είναι αυστηρή όσο πρέπει μαζί μου. Εγώ τον ακούω με προσοχή και κουνάω κατά κάτω την κεφάλα μου σημάδι πως συμφωνώ μ’ αυτά που λέει. Μόλις φύγει ο μπαμπάς, αμέσως την κοπανάω κι εγώ, αφού υποσχεθώ, ψευδώς, στη μαμά ότι θα είμαι φρόνιμος. Η μαμά πάντα με πιστεύει αν και πολλές φορές μαθαίνει ή το καταλαβαίνει από μόνη της ότι δεν είμαι και τόσο φρόνιμος.
Σήμερα δε συνάντησα την παλιοπαρέα. Έτσι βάλθηκα να γυρίζω μόνος μου στο δάσος με τα χέρια στις τσέπες. Ξαφνικά μια υπέροχη μυρωδιά γαργάλησε τα ρουθούνια μου. Γύρισα γύρω γύρω τη μύτη μου προσπαθώντας να καταλάβω από πού έρχεται.. Έτσι κάνει ο Άλμπυ ο φίλος μου ο σκύλος όταν θέλει να μας παραστήσει το ντεντέκτιβ. Στο τέλος βρήκα το …θησαυρό. Σε μια κουφάλα ενός δέντρου ήταν ένα μελίσσι κι εκεί είχε μεγάλες αποθήκες με μέλι. Πλησίασα όσο πιο αθόρυβα μπορούσα και κοίταξα. Οι εργάτριες έλειπαν όλες στη δουλειά. Μόνο μερικοί κηφήνες ήταν ξαπλαρωμένοι στην κουφάλα και ρεμπέλευαν. Έχωσα το χέρι μου όσο πιο αθόρυβα μπορούσα κι ύστερα το έβγαλα έξω γεμάτο μέλι. Έχω δει πως βγάζει την κουτάλα από το φαγητό η μαμά. Αφού το έφαγα όλο έγλειφα και τα χέρια μου σε όλο το δρόμο του γυρισμού τόσο πολύ που το μεσημέρι δε χρειάστηκε να τα πλύνω.
Η μαμά μου παρατήρησε ότι σήμερα δεν είχα πολύ όρεξη, γιατί λέει δεν τελείωσα το τρίτο πιάτο. Αφού έφαγα καλά ξάπλωσα στο μαλακό μου κρεβάτι και κοίταζα στο ταβάνι κάτι μύγες που γύριζαν γύρω γύρω.


Την άλλη μέρα ξαναπήγα και την άλλη και την άλλη. Τελικά δεν έχω καταλάβει γιατί δουλεύει ο μπαμπάς και γιατί συνέχεια στο πρωινό κήρυγμα λέει: «δουλεύω όλη τη μέρα σκληρά για να βγάλω το φαγητό μας και να μη σας λείψει τίποτα».
Στο μεταξύ στο βασίλειο των μελισσών, εκεί στην κουφάλα του δέντρου είχε χτυπήσει κόκκινος συναγερμός. Άρχισαν να τρέχουν όλοι. Οι εργάτριες που ήταν υπεύθυνες για την καταμέτρηση είχαν διαπιστώσει μεγάλα ελλείμματα. Η στάθμη στις αποθήκες μελιού αντί να ανεβαίνει κατέβαινε. Στην αρχή θεωρήθηκαν ύποπτοι κάτι κηφήνες. Τους μετρούσαν κάθε μέρα την κοιλιά με τη μεζούρα και τους ανάκριναν με τις ώρες. Αλλά τους άφησαν γιατί δεν προέκυψαν επιβαρυντικά στοιχεία σε βάρος τους. Ύστερα οι υδραυλικοί της κυψέλης έκαναν λεπτομερή έλεγχο στα ντεπόζιτα μήπως είχαν διαρροή. Στο τέλος ανέλαβε την υπόθεση ένας δαιμόνιος ντεντέκτιβ ο οποίος τους συνέστησε να παρακολουθούν όλη τη μέρα την κυψέλη με κάμερες. Οι ύποπτοι κηφήνες συνέχισαν να παρακολουθούνται κι αυτοί διακριτικά αλλά από το φόβο τους έκοψαν το φαί και είχαν μείνει οι μισοί. Έτσι μ’ όλα αυτά δεν άργησαν να ανακαλύψουν τον υπεύθυνο.


Στο συμβούλιο που ακολούθησε για την αντιμετώπιση του εχθρού έπεσαν πολλές προτάσεις. Οι στρατηγοί είπαν μόλις εμφανιστεί ο εχθρός, γιατί θα εμφανιστεί, να επιτεθεί πάραυτα το πρώτο και το δεύτερο σμήνος και να του κάνουν τον κώλο ροδάκινο. Άλλοι είπαν να νοθεύσουν το μέλι με κάτι χόρτα και να πάει τον εχθρό τσιρλιπιτιμ. Να τρέχει και να μην φτάνει. Τότε έλαβε το λόγο η βασίλισσα, έβηξε δύο φορές για να δώσει ένα σοβαρό τόνο στην κουβέντα της και είπε: «Δεν είναι παρά ένα παιδί. Εμείς όλοι που ήμασταν κάποτε παιδιά κάτι πρέπει να θυμόμαστε από τις σκανταλιές που κάναμε. Προτείνω να του δώσουμε μία ευκαιρία. Να πάμε να το πούμε στη μαμά του». Στοο μπαμπά του να το πούμε, είπε ένας σύμβουλος, που φημιζόταν για την αυστηρότητά του. Όχι στο μπαμπά του γιατί πρώτα θα τον ξυλίσει κι ύστερα θα συζητήσει μαζί του, αντέτεινε η βασίλισσα.
Την άλλη μέρα το πρωί η μαμά αρκούδα έπλενε τα ρούχα του κανακάρη της στο ποτάμι. Είχε πάρει μαζί της στάχτη από το τζάκι κι έναν κόπανο και τα κοπάνιζε να καθαρίσουν. Τότε είδε μία μέλισσα που τριγύριζε το αυτί της. Στην αρχή έκανε να τη διώξει μα η μέλισσα ήταν πολύ επίμονη. Στο τέλος κάθισε στ’ αυτί της, έβγαλε ένα τηλεβόα και της μιλούσε. Όσο μιλούσε η βασίλισσα η μαμά αρκούδα κατέβαζε το κεφάλι ντροπιασμένη. Στο τέλος ευχαρίστησε τη βασίλισσα, της ζήτησε συγνώμη και υποσχέθηκε ότι θα λύσει το πρόβλημα. Στο δρόμο της επιστροφής από τα νεύρα της έτριζαν τα δόντια της σαν καστανιέτες. Έκοψε μάλιστα κι ένα κλαρί από ένα δέντρο και το κουνούσε απειλητικά. Μέχρι όμως να φτάσει στο σπίτι μετάνιωσε και το πέταξε. Είναι μάνα και αυτό τα λέει όλα.


Μόλις είδα τη μαμά κατάλαβα ότι κάτι τρέχει. Στην αρχή μου μιλούσε νευριασμένα, μου εξήγησε πόσο άσχημο ήταν αυτό που έκανα, πως θα έμεναν χωρίς φαγητό το χειμώνα που θα ερχόταν εκατοντάδες μέλισσες, πως πρέπει τέλος σε ότι κάνουμε να σκεφτόμαστε εκείνους που μπορεί να βλάψουμε με τις πράξεις μας. Στενοχωρήθηκα πολύ κι ήμουνα έτοιμος να κλάψω. Η μαμά το κατάλαβε και με παρηγόρησε. «Έλα μη στενοχωριέσαι, μου είπε, διορθώνεται το κακό, να δούμε μόνο πως θα το πούμε και του πατέρα σου». Η αλήθεια είναι ότι τον φοβόμουν το μπαμπά, κι εκείνο που με στενοχωρούσε περισσότερο κι από το ξύλο που θα έτρωγα ήταν τα νέα επεισόδια στο πρωινό κήρυγμα.


Όταν ήρθε ο μπαμπάς το βράδυ η μαμά του έβαλε να φάει και του διηγήθηκε ένα αστείο επεισόδιο με το γείτονά μας τον Κο Φουντούλη. Είχε ανέβει στη σκάλα να κόψει κάτι ροδάκινα, έσπασε όμως το πρώτο σκαλί στο οποίο πατούσε και ο Κος Φουντούλης μέτρησε όλα τα υπόλοιπα με το πηγούνι του. Ο μπαμπάς γέλασε πολύ μ’ αυτή την ιστορία γιατί δε χώνευε και πολύ το γείτονά μας. Ύστερα τον πήρε παράμερα και μιλούσαν για ώρα. Σαν τελείωσαν ο μπαμπάς ήρθε στο σαλόνι. Εγώ είχα σκύψει το κεφάλι, είχα σταυρώσει τα χέρια και είχα πάρει το ύφος που είχα όταν έφαγα όλο το βάζο με το γλυκό. Όχι! Όχι! όταν είχα φάει όλο το βάζο με το γλυκό και είχα σπάσει και το βαζάκι από πάνω. Είχα καταλάβει τότε ότι αυτό το ύφος του αμίλητου μεταμελημένου διορθώνει κάπως τα πράγματα. Μία φορά που προσπάθησα να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα είχα φάει ήδη ένα φούσκο πριν προλάβω να αρθρώσω τη δεύτερη συλλαβή. Ο μπαμπάς συνέχισε να μιλά. Ήταν ιδιαίτερα αυστηρός. Στο τέλος όμως μαλάκωσε λίγο. Την τελευταία κουβέντα πάντα τη λέει ο μπαμπάς, αλλά πάνω εκεί του λέει κάτι σιγανά η μαμά στο αυτί και ύστερα ο μπαμπάς το λέει με τη δικιά του τη φωνή.


Την άλλη μέρα το πρωί περίμενε μία έκπληξη τους κατοίκους της κυψέλης. Τρεις αρκούδοι φορώντας τα καλά τους, με τις τιράντες τους, στέκονταν μπροστά τους. Η μαμά κρατούσε ένα μπουκέτο λουλούδια, εγώ κρατούσα τρία μεγάλα βάζα μέλι και ο μπαμπάς δεν κρατούσε τίποτα. Η μαμά τους πρόσφερε τα λουλούδια, εγώ τα βάζα με το μέλι μαζί με μία συγνώμη και ο μπαμπάς έβγαλε ένα λόγο.


Τώρα, όσο είναι καλοκαίρι ακόμα, πηγαίνω κάθε μέρα μαζί με το μπαμπά στη δουλειά, πρέπει λέει να πληρώσω τα σπασμένα, αγοράζω μέλι με τα δικά μου λεφτά, μου φαίνεται μάλιστα ότι είναι και πιο νόστιμο. Πάντως η βασίλισσα με φωνάζει κάθε φορά που έχουν καινούρια εσοδεία μελιού στην κυψέλη και το δοκιμάζω γιατί έχω λέει μεγάλη πείρα.


Σ.Π.Παπασηφάκης